κλέβω — κλέβω, έκλεψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
παρακλέβω — κλέβω πολύ συχνά ή κλέβω πάρα πολύ … Dictionary of Greek
λωποδυτώ — (Α λωποδυτῶ, έω) [λωποδύτης] διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα αρχ. 1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω 2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ… … Dictionary of Greek
στέρομαι — Α μού λείπει κάτι, στερούμαι ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ster «κλέβω» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. serb «κλοπή», καθώς και με τα αρχ. άνω γερμ. stelan «κλέβω» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
αλληλοκλέβομαι — και αλληλοκλέπτομαι κλέβομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν κλέβω και εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + κλέβω ( ομαι). Ο τ. αλληλοκλέπτομαι < αλληλο * + κλέπτω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοκλοπή] … Dictionary of Greek
διακλέπτω — (Α) 1. κλέβω κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, κλέβω κάθε τόσο 2. συγκαλύπτω 3. αποτρέπω κάποιο κακό 4. (για διάστημα χρόνου) αδρανώ, απρακτώ 5. ( ομαι) (για στρατιώτες) διασκορπίζομαι, λιποτακτώ … Dictionary of Greek
περισυλώ — άω, Α 1. αφαιρώ κάτι ολόγυρα, αφαιρώ τελείως 2. απογυμνώνω κάποιον ή κάτι από όλα ὁσα είχε επάνω του 3. κλέβω, αρπάζω 4. (κυρίως σχετικά με νεκρούς) κλέβω ὁ,τι πολύτιμο έχει, διενεργώ πλήρη σύληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + συλῶ «αφαιρώ,… … Dictionary of Greek
υπεκκλέπτω — Α κλέβω κρυφά και αθόρυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκκλέπτω «κλέβω κρυφά»] … Dictionary of Greek
υποσυλώ — άω, Α 1. αρπάζω κρυφά 2. κλέβω ξένες λέξεις και ιδέες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + συλῶ «κλέβω, αρπάζω»] … Dictionary of Greek